- προσκατατίθημι
- Α [κατατίθημι]1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.)2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαταθείην — προσκατατίθημι pay down besides aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταθήσω — προσκατατίθημι pay down besides fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέντας — προσκατατίθημι pay down besides pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέτω — προσκατατίθημι pay down besides pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατετίθετο — προσκατατίθημι pay down besides imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)